κάλιο

κάλιο
Χημικό στοιχείο με σύμβολο Κ. Ανήκει στην πρώτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στην υποομάδα των αλκαλικών μετάλλων, έχει ατομικό αριθμό 19, ατομική μάζα 39,1 και τρία σταθερά ισότοπα. Είναι γνωστό και ως ποτάσιο ή κάλι (καυστικό) από την αραβική ονομασία του. Είναι αρκετά διαδεδομένο στη φύση, αλλά πάντοτε με τη μορφή ένωσης· τα κύρια ορυκτά του είναι ο συλβίνης, ο καρναλλίτης, ο λευκίτης, ο καϊνίτης και ο ορθοκλάσιος. Το κ. αποτελεί το 2% του γήινου φλοιού. Ο ανθρώπινος οργανισμός περιέχει περίπου 0,4% κ., κυρίως στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό και στο αίμα. Το κ. υπάρχει με τη μορφή οργανικών αλάτων στη λύμφη των φυτών, ενώ μικρές ποσότητες αλάτων του βρίσκονται στο θαλάσσιο νερό. Το κ. ήταν ήδη γνωστό από πολύ παλιά ως νιτρικό και ανθρακικό άλας. Στη στοιχειακή του μορφή παρασκευάστηκε από τον Ντέιβι (1807) με ηλεκτρόλυση της λιωμένης ποτάσας. Είναι μέταλλο λευκό, αργυρόχρωμο, μαλακό σαν το κερί, μονοσθενές και ισχυρά ηλεκτροθετικό. Έχει ειδικό βάρος 0,86, λιώνει στους 63,5°C, βράζει στους 760°C αναδίδοντας πράσινους ατμούς. Επειδή εμφανίζει ισχυρή δραστικότητα, πρέπει να διατηρείται σε αδρανή ατμόσφαιρα ή μέσα σε πετρέλαιο. Όταν θερμανθεί λάμπει με έντονο ιώδες φως· διασπά βίαια το νερό, αντιδρά με τα αλογόνα και με τα περισσότερα μεταλλοειδή σχηματίζοντας άλατα, τα οποία είναι, σχεδόν όλα, διαλυτά στο νερό. Με διάφορα μέταλλα δίνει κράματα. Παρασκευάζεται με ηλεκτρόλυση του υδροξειδίου του ή από το λιωμένο χλωριούχο άλας του. Το κ. σχηματίζει πολυάριθμες ενώσεις. Το ένυδρο κ. ή υδροξείδιο του κ. ή καυστική ποτάσα (KOH) λαμβάνεται με ηλεκτρόλυση από το χλωριούχο άλας του ή από ένα διάλυμα ανθρακικού άλατος και γάλακτος της ασβέστου. Όταν είναι λιωμένο παρουσιάζεται ως μία από τις πιο ενεργές βάσεις· σε κατάσταση τήξης απορροφά εύκολα οξυγόνο από τον αέρα, προσβάλλει το γυαλί, την πορσελάνη, την άργιλο, τον σίδηρο και τον λευκόχρυσο. Χρησιμοποιείται για την παρασκευή του υγρού σαπουνιού, ως χημικό αντιδραστήριο και για να απορροφά το διοξείδιο του άνθρακα που υπάρχει σε αέρια μείγματα. Το χλωριούχο παράγωγο (KCl) παράγεται από τον συλβίνη με διάλυση και στη συνέχεια κρυστάλλωση. Με τα χλωριούχα των διαφόρων μετάλλων σχηματίζει διπλά άλατα. Το βρωμιούχο και το ιωδιούχο παράγωγο χρησιμοποιείται στην ιατρική. Το χλωρικό κ. (KClO3) παρασκευάζεται αν επιδράσει ρεύμα θερμού αερίου και ξηρού χλωρίου σε συμπυκνωμένη καυστική ποτάσα. Χρησιμοποιείται κυρίως στην πυροτεχνική, ως οξειδωτικό στα σπίρτα και ως απολυμαντικό κολλύριο σε παθήσεις των ματιών. Στην παρασκευή εκρηκτικών μειγμάτων προτιμάται το υπερχλωρικό (KClO4), επειδή είναι πιο σταθερό. Το θειικό άλας (K2SO4) και το νιτρώδες (KNO2) χρησιμοποιούνται ως λιπάσματα. Το νιτρικό άλας (νίτρο των Ινδιών) παρασκευάζεται με τη θέρμανση κεκορεσμένων διαλυμάτων νιτρικού νατρίου και χλωριούχου καλίου· με ψύξη κρυσταλλώνεται το νίτρο (νιτρικό κ.), που είναι λιγότερο διαλυτό εν ψυχρώ. Χρησιμοποιούνται στην παρασκευή της μαύρης πυρίτιδας, για να αλατίζεται το κρέας που συσκευάζεται σε σάκους και στην ιατρική. Το ανθρακικό κ. (K2CO3), η γνωστή ποτάσα, εμπορικό προϊόν με ευρύτατη εφαρμογή, μπορεί να παρασκευαστεί με ανθρακοποίηση της καυστικής ποτάσας και με έκπλυση της τέφρας πολλών φυτών ή με πύρωση των καταλοίπων από την επεξεργασία της μελάσας. Η ποτάσα είναι μια λευκή ουσία πολύ διαλυτή στο νερό, που υγραίνεται εύκολα στον αέρα και χρησιμοποιείται στην κατασκευή δύστηκτου γυαλιού (καλιούχο γυαλί), μαλακού σαπουνιού και στη φαρμακευτική για την παρασκευή των καλιούχων ενώσεων. Το κυανιούχο κ. (KCN) είναι πολύ τοξικό, χρησιμοποιείται στη μεταλλουργία του χρυσού και του αργύρου και στη γαλβανοπλαστική. Το υπερμαγγανικό κ. (KMnO4), σημαντικότατο χημικό αντιδραστήριο, είναι ισχυρό οξειδωτικό και χρησιμοποιείται ως απολυμαντικό. Το διχρωμικό κ. (K2Cr2O7) χρησιμοποιείται ευρύτατα στην εργαστηριακή χημεία και στη βιομηχανία. Το μεταλλικό κ. δεν έχει βρει μέχρι σήμερα άμεση εφαρμογή. Ένα κράμα νατρίου και κ. σε κατάσταση τήξης χρησιμοποιείται ως μεταγωγέας θερμότητας σε μερικούς τύπους πυρηνικών αντιδραστήρων. Οι κυριότερες παραγωγοί χώρες καλιούχων αλάτων είναι οι ΗΠΑ, η Γαλλία και η Γερμανία. (Ιατρ.) Το κ. θεωρείται απαραίτητο συστατικό στον ζωικό και στον φυτικό κόσμο· στους ζωικούς οργανισμούς είναι το πιο σημαντικό ενδοκυτταρικό κατιόν και είναι υπεύθυνο για τη διατήρηση της οσμωτικής πίεσης και των ηλεκτροδυναμικών ιδιοτήτων των κυττάρων, ενώ αντίθετα οι εξωκυτταρικές του συγκεντρώσεις είναι χαμηλές. Ο άνθρωπος παραλαμβάνει το κ. με τις τροφές και όταν αυτό εισαχθεί στον οργανισμό του, εισχωρεί ταχύτατα στους ιστούς και μόνο μια μικρή ποσότητα παραμένει στο πλάσμα. Εξαιτίας της διασποράς του στοιχείου στα διάφορα τρόφιμα, είναι δύσκολο να εμφανιστούν βαριές καταστάσεις που να προέρχονται από τροφική ανεπάρκεια κ., είναι όμως δυνατόν να εμφανιστούν ποσοτικές μεταβολές των αναλογιών του σε σχέση με τους άλλους ηλεκτρολύτες –ειδικά ως προς το νάτριο– καθώς και σε πολλές ασθένειες (καρδιοκυκλοφορική ανεπάρκεια, νόσος του Άντισον κλπ.) ή με την υπερβολική χρήση ορισμένων φαρμάκων. Στον οργανισμό το ιόν κ., εκτός από τη συμμετοχή του στην οξεοβασική ισορροπία, φαίνεται ότι έχει μεγάλη σημασία σε ορισμένες ειδικές κυτταρικές λειτουργίες, όπως η δραστηριότητα των νευρικών κυττάρων, των μυϊκών ινών, καθώς και σε ορισμένες λειτουργίες έκκρισης.
* * *
και κάλι, το
χημ. χημικό στοιχείο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κάλιο — κάλιο, το και κάλι, το χημικό στοιχείο από τα μέταλλα: Αυτό είναι ανθρακικό κάλιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λιπάσματα — Φυσικές ή τεχνητές ουσίες, οι οποίες εφοδιάζουν τα γεωργικά εδάφη με τα απαραίτητα για την ανάπτυξη των φυτών λιπαντικά στοιχεία που αφαιρέθηκαν με τις διαδοχικές καλλιέργειες και συλλογές καρπών. Από τα γνωστά χημικά στοιχεία, μόνο δεκαπέντε… …   Dictionary of Greek

  • σίδηρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Fe·ανήκει στην όγδοη ομάδα του περιοδικού συστήματος, έχει ατομικό αριθμό 26, ατομικό βάρος 55,85, σημείο τήξης 15300C, σημείο ζέσης 27350C, ειδικό βάρος 7,86, τέσσερα σταθερά ισότοπα και τρία ραδιενεργά. Ο σ. μεταξύ… …   Dictionary of Greek

  • αλάτι — Όρος με τον οποίο στην καθομιλουμένη υποδηλώνεται το χλωριούχο νάτριο (NaCl), που χρησιμοποιείται ευρύτατα στη μαγειρική. Στη φύση υπάρχει στο θαλασσινό νερό (από το οποίο εξάγεται με εξάτμιση στις αλυκές) και σε γεωλογικά κοιτάσματα (ορυκτό… …   Dictionary of Greek

  • ινδικό — Χρωστική ουσία, γνωστή επίσης με την ονομασία λουλάκι. Έχει γαλάζιο χρώμα, παράγεται από τα φύλλα της ινδικοφόρου και χρησιμοποιείται στη βαφική. Το ι. ήταν γνωστό στην Ανατολή (Ινδία, Ιάβα, Κίνα) από τους αρχαίους χρόνους, αλλά διαδόθηκε στην… …   Dictionary of Greek

  • νικοτυρίνη — η χημ. βάση που λαμβάνεται με θέρμανση τής νικοτίνης με καυστικό κάλιο και σιδηροκυανιούχο κάλιο …   Dictionary of Greek

  • πυριτιοκαλίωση — η, Ν η εμπότιση με πυριτικό κάλιο τών λαξευτών αντικειμένων από ασβεστόλιθο, που γίνεται με σκοπό να επιτευχθεί η σκλήρυνση τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρίτιο + κάλιο] …   Dictionary of Greek

  • πυρφόρος — και πυροφόρος, ο / πυρφόρος και πυροφόρος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και α, Ν, πυριφόρος και πουροφόρος, ον, Α 1. (ιδίως για κεραυνό ή αστραπή) αυτός που φέρει πυρ, φωτιά («πυρφόρον... κεραυνόν», Πίνδ.) 2. αυτός που μεταδίδει φωτιά («πυρφόρα βέλη» βέλη που… …   Dictionary of Greek

  • τρυγικός — ή, ό / τρυγικός, ή, όν, ΝΜΑ νεοελλ. 1. αυτός που έχει φτειαχτεί από τρυγία 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τρυγία ή αυτός που περιέχει την παραπάνω ουσία 3. φρ. α) «τρυγικό οξύ» χημ. άκυκλη οργανική ένωση, κορεσμένο δικαρβονικό υδροξύ,… …   Dictionary of Greek

  • ινδοξυλοθειικό οξύ — Οργανικό οξύ του τύπου C8H6N O SO3H. Το άλας του με κάλιο αποτελεί την ινδικάνη των ούρων. Λαμβάνεται με κατεργασία πυροθειικού καλίου, ενός διαλύματος ινδοξύλης σε πυκνό καυστικό κάλιο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”